πάγχρους

πάγχρους
πάγχρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που έχει πλούσιο χρωματισμό, ο χρωματισμένος με όλα τα χρώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + χροῦς «χρώμα» (πρβλ. ποικιλό-χρους)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πάγχρως — πάγχρως, ων (Α) πάγχρους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + χρως «χρώμα»] …   Dictionary of Greek

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

  • ταΐτης — ὁ, Α πάγχρους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταώς «παγώνι» + κατάλ. ίτης (πρβλ. ονυχ ίτης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”